- προσολοφύρομαι
- Α(αποθ.) λέω τα παράπονά μου σε κάποιον θρηνώντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσολοφύρασθαι — προσολοφύ̱ρασθαι , προσολοφύρομαι wail to aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωλοφύροντο — προσωλοφύ̱ροντο , προσολοφύρομαι wail to imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)